- χοιροκαλαμίς
- χοιρο-κᾰλᾰμίς,A = καλαμάγρωστις, Ps.-Dsc.4.30.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χοιροκαλαμίς — ίδος, ἡ, Α το φυτό καλαμάγρωστις. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κάλαμος + κατάλ. ίς, ίδος] … Dictionary of Greek